Κυριακή 9 Μαΐου 2021

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ του ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ (Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος κι η φωνή μου θα σε φτάσει)

 Πρέπει να σου μιλήσω. Δεν είναι πια για αναβολές.

Βουτηγμένη η γη στον ήλιο και τον άνεμο, μουσκεμένο στο κύμα το ψωμί, δεν περιμένουν άλλο.

Οι πικροδάφνες ακόμα ανθίζουν μες τη ρεματιά και κει στις ρίζες, να που ’χει άμμο έξι ώρες μακριά απ’ τη θάλασσα.

Δεν παίρνει άλλο πια ο καιρός.

(Ακόμα να γυρνάς μ’ αυτό το κομμένο καλάμι που δεν έγινε ποτέ φλογέρα;)

Πρέπει να σου μιλήσω.

 

Δίχως σκιάδι στα μάτια, δίχως μάτια που ν’ απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό

μέναμε όρθιοι όταν ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,

όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρινή μουσική

κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακριά

ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε

ακόμα κι όταν λέγαμε «καλύτερα έτσι, καλύτερα».

Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να μας αποστερήσει την παλάμη αυτή.

 

Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα στο καλύβι μας.

Ίσως να ήρθε ξαφνικά.

Ίσως να πέρασε το φράχτη όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο και πώς να δεις εκεί τα χόρτα που κιτρίνισαν…

Όμως ήρθε. Οι σκιές σκληράνανε  μαζί με το κριθάρι.

Κι οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.

Δεν μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο.

Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια το αύριο πηδάει πίσω απ’ τη μάντρα τ’ αμπελιού και φεύγει.

Οι σκιές σκληράνανε.

Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν. Απαιτούν να ειπωθούν. 

 

Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος κι η φωνή μου θα σε φτάσει

(πρώτο απόσπασμα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ κι ακολουθούν  και  τα υπόλοιπα δεκαεννέα  μέρη, ΙΙ έως ΧΧ, από τη συλλογή του Τίτου πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954]

 


ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΟ ΠΟΣΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ

(αποσπάσματα από το «Μεγάλο Γράμμα» στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ του 1952-1954):

ΙΙ

Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ποτέ

τι ’ναι για μας αυτή η μακρινή ομιλία;

Φυσικά δεν ξέρεις το πόσο σ’ αγαπώ.

Ίσως καμιά φορά να συλλογιέσαι:

«… μα ναι… θα ’πρεπε».

Ίσως καμιά φορά να λες –

μα τι να λες;

Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω.

«Οι καθημερινές φροντίδες…» λέει.

«Η ζωή με τις απαιτήσεις της…» λέει.

«Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι…»

Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;

Εγώ ξέρω.

 

Το τώρα και το πριν δεν μπαίνουν

σε χώριους δίσκους για να ζυγιστούν.

Ούτε το τίποτα με το πάντα.

Και κάθε δένδρο έχει κλωνιά.   Πολλά κλωνιά.

ΙΙΙ

Κι έπειτα    μέναμε πλάτη με πλάτη.

Στη μια γωνιά ταβέρνα,  

Στην άλλη καπνοπωλείο   με κρεμασμένες αθλητικές εφημερίδες.

Κι ανάμεσα το βράδυ.   (Να γύρισε να δει;)

Πέρασες την ταβέρνα.

Εκείνη θα προσπέρασε το καπνοπωλείο –

(Όχι δεν γύρισε)

Τα ’χες σκεφτεί έτσι καλά…

(Βέβαια δε γύρισε.   Έφυγε)

 

Έτσι λοιπόν   με το μαχαίρι,

καλά τα κατάφερες,   με το μαχαίρι,

κι είσαι χαρούμενος

κουνάς ελεύθερα τα χέρια σου.

Και πρόλαβες.

(Και πάντα αυτός ο φόβος μη δεν προλάβεις)

Με το μαχαίρι κι όχι κλάψες –

(Πώς να πήγε σπίτι;

Τι να κατάλαβαν στο πρόσωπό της;

Σε ποια καρέκλα κάθισε;   Τι είπε;)

 

Γιατί να συμφωνήσει έτσι μαζί σου;

Γιατί έστω μια λέξη να μην πει

απ’ ό,τι πια δεν περιμέναμε;

Γιατί να μην δείξει ένα αδιόρατο σημείο;

Κι εκείνο που ’δειξε γιατί να τ’ αγνοήσεις;

Γιατί εσύ να μην το φτιάξεις το σημείο εκείνο;

 

Κι ανάμεσα ένα μαχαίρι

Όχι. Ένας δρόμος που πάει κι απλώνει πάει κι απλώνει

όπως να στρίψεις πάει κι απλώνει –

Κι ανάμεσα,   ένα μαχαίρι

ΙV

Τότε

η αγάπη είχε έρθει μέσα από το δάσος

μ’ αλατζαδένιο φουστάνι κι ένα δεμάτι ξύλα.

Τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα με ξέφτια από παλιές στολές

οι πάσσαλοι που δείχναν ένα μισοσβησμένο Προσοχή

τα καμένα δένδρα τα καμένα νούμερα

δεν την εμπόδιζαν να λέει απ’ την αρχή το φως

να λέει το χώμα να λέει τ’ αγριολούλουδα

να λέει τ’ όνομά μας.

 

Και πιο ψηλά οι κορφές γυμνές.   Φυσάει εκεί.

Μα όποιο παράθυρο ν’ ανοίγαμε στον άνεμο

έβγαζε στα σταυροδρόμια των ανθρώπων

με το μακρινό αχό των μηχανών   (ή των πολυβόλων)

 

Ολοένα τραβούνε καινούρια λαγούμια τα έντομα.

Οι ρίζες του έλατου σαλεύουνε κάτω απ’ το ξεραμένο χώμα.

Είναι πολλές οι λωρίδες της άσφαλτος

που κυλάνε συνοικιακά λεωφορεία   γεμάτα εργάτες.

Και το μεγάλο φλούδι της γης

δέχεται, υπομένει, χαμογελάει.

Όπου βρίσκονται άνθρωποι   υπάρχουμε κι εμείς.

 

Δεν ξέρω. Ίσως η αγάπη να μη φορούσε χωριάτικο φουστάνι.

Όμως εσύ ήσουν δίπλα μου   και γύρω μου   κι αντίκρυ μου

κι αγάπη ήταν το δικό σου πρόσωπο

ήταν η ανυπαρξία χώρου ανάμεσά μας.

(Εκεί που τέλειωνες εσύ

άρχιζα εγώ

κι ο αέρας δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα)

 

Στα χέρια σου δε χωράει μόνο τ’ αδέξιο τραγούδι

μιας παιδικής φυσαρμόνικας.

 

Τα χέρια σου χωράνε έναν κόσμο

όπως γλιστράνε σαν ανοιξιάτικη βροχή

στο ξεχασμένο υπόστεγο της φωνής μου.

 

Ένας ορίζοντας τα μάτια μου σε τυλίγουν

Όπου κι αν κοιτάξεις   θα δεχθείς το βλέμμα μου.

Κι εσύ κοιτούσες παντού

V

Λοιπόν αυτός ο κύκλος που χαράξαμε

μ’ ένα κομμάτι σπασμένη στάμνα

είναι ο δικός μας κύκλος   είναι ο δικός μας χώρος

να κρύβουμε εκεί το κελάηδα του κότσυφα

και να ξέρουμε πως θα ξαναβρούμε

να μπορούμε να κουβεντιάζουμε

για όσα θα γεμίζουν τα μεγάλα βιβλία του μέλλοντος.

 

Αυτός ο κύκλος   δεν είχε πέρατα.

Ούτε η χαρά μας.

Όταν την καρδιά σου   δεν την μοιράζεις αγκαλιές

πέρα απ’ τ’ αλώνια όπου λιχνίζονται οι μέρες μας,

δεν είναι πια καρδιά.

 

Ξύλα και πέτρες    κι ένα κομμάτι γης

καθαρισμένο απ’ τ’ αγκάθια και τ’ αγριόχορτα

το άναμμα της φωτιάς   το φύσημα της φωτιάς

η χύτρα που βράζει και βράζει

η γνώση πως πέρα απ’ τα βουνά θα ’ναι πάντα άνθρωπος

η γνώση που θέλουμε κι άλλη γνώση –

πως τα θέλουμε όλα.

 

Ίσως η αγάπη να μη φορούσε χωριάτικο φουστάνι.

Μα εγώ αγαπούσα τη μοσχοβολιά των μαλλιών σου

πιο πολύ κι από τη μυρουδιά του δάσους.

[αποσπάσματα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954]

 

ΜΑ ΕΓΩ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΤΗ ΜΟΣΧΟΒΟΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ ΣΟΥ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΡΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (αποσπάσματα από το «Μεγάλο Γράμμα» στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ του 1952-1954):

VΙ

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο

όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν

τις αλλεπάλληλες επιφάνειες  που σώρευσαν οι καιροί.

Μα έπειτα δε σου φτάνει.

Έπειτα θες να βρεις  όλες τις μικρές φλέβες

καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα

να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν

όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν στα λεπτά μονόξυλα  των στιγμών.

 

Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο   ένα άλλο γέλιο

και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά

σα μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους στην πόρτα του σχολείου…

Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου

κι ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει

αφήνοντας τη μέρα μες στα χέρια μας

άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις…

 

Μα έπειτα   κι αυτό δε φτάνει.

Θες πιο πολλά.

Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται

ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος

ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα

κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται

όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκαλα   όλο γυρεύοντας.

Και ξέρεις πως η δίψα του   είναι η δική σου δίψα.

 

Θέλουμε πιο πολλά   τα θέλαμε όλα.

Δε γινόταν αλλιώς.

Ό,τι  μας έφτανε χτες   για σήμερα ήταν λίγο.

Ό,τι μας γέμιζε χτες

ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

 

Ναι, μα ένας άνθρωπος   δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις

δεν είναι πράγμα   να τον κόβεις στα δυο και στα τέσσερα.

Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.

Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα   δεν το ’κανα για να πονάς.

Ήθελα να σ’ αγαπώ   μα ήσαν πολλά τα όσα ξέραμε

ήσαν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

 

Κι αν ήμουν άνδρας   κι έπρεπε να ’μαι δυνατός   (έπρεπε…)

να το ξέρεις:

Όπου μ΄ άγγιζες πονούσα.

Όπου δε μ’ άγγιζες   πονούσα.

Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα

τα δικά μου τα ποτάμια

που θα μπορούσαν να ποτίσουν

όλα τα λησμονημένα περιβόλια.

VΙΙ

Στα μάτια είχαμε    την ίδια ζέστα της Αθήνας

τα ίδια για να δούμε κόκκινα φώτα

αμυδρά αγγίζαμε τους αγκώνες

τυλιγμένοι νύχτα, κουβέρτες κι άνεμο.

 

Τα φώτα της Αθήνας   τα φώτα του κόσμου

πόσο νιώθαμε κόσμος εμείς…

 

Όμως τα όρια του κύκλου μας διαχέονταν.

Δεν ήξερες πια αν δεν είχε πέρατα

ή αν είχε μόνο   μια περιφέρεια κομματιασμένη.

Και μαζί με τους ανθρώπους    μπαίναν και ξένοι.

Τρυπώνανε στα πέδιλα   όπως η άμμος και τα μυτερά λιθάρια

κάτω απ’ τα βράχια της ακροποταμιάς.

Κι ύστερα νιώθαμε ντροπή   να σκεφτούμε έναν κότσυφα

ή λίγη σιωπή

μπροστά τους.

Μιλούσαμε πια για τους ξένους

νομίζοντας πως μιλάμε για τους ανθρώπους

 

(Πόσο εμείς οι ίδιοι γινόμαστε ξένοι

κι ο εαυτός μας ένας ξαφνικός περιπατητής

που μας κοιτάζει με περιέργεια κι επιτίμηση…)

VΙΙΙ

Σου μίλησα ποτέ για τη μικρούλα αδελφούλα    που πέθανε;

(Το φύλαγα για λίγο γλυκό νερό στη φούχτα

και χύνονταν μέσα απ’ τα δάχτυλα ως να το φέρω)

Σου μίλησα ποτέ για κείνη τη νύχτα

που ως το πρωί κουβέντιαζα για σένα;

(Είχε ένα κόκκινο αργοπορημένο φεγγάρι

και λυπόμουν που δεν το ’βλεπες)

Ποτέ δεν σου ’πα πως κάποτε βρεχόμουν

τρεις μέρες και τρεις νύχτες

κι ύστερα καθώς στέγνωνα μπρος σ’ ένα τζάκι, νηστικός

χαιρόμουνα που κάποτε θα ’ρθεις   για να στο λέω.

Έξι χρόνια καρτέραγα για σένα   και δε μίλησα

κι όταν μου ’λεγες βουβά   «έλα πάρε με»

δεν μπορούσα πια.

 

Ψιλή-ψιλή στάχτη σιωπής   στυφή και παγωμένη

στα χέρια, στα μαλλιά στα γόνατα,

στις δυο ανάσες που σμίγανε

στις δυο παλάμες που σμίγανε

στα στόματα στα μάτια –

Πού να ’ναι εκείνη η σιγαλιά των αστεριών

που φλυαρούσε μέσα μας κάθε που ο κόσμος

κρατούσε την ανάσα του για μια στιγμή;

Εκείνο το ενδόμυχο τραγούδι που άνοιγε έναν καινούργιο δρόμο;

Μονάχα μια σιωπή.

Σιωπή   που όλο σκοτώνει τη σιωπή.

 

Όσο κι αν γράφεις πάνω στη σκόνη   τ’ αρχικά του χρόνου

όσο κι αν σχεδιάζεις   πεντάλφες και τετράγωνα

τρεις φορές την εβδομάδα   6-8 το βράδυ

κατακαθίζει άλλη μια φούχτα στάχτη

σκεπάζοντας τις τελευταίες μνήμες

που μας περίμεναν πίσω απ’ τις γρίλιες.

[αποσπάσματα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954]

 

ΖΗΣΑΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, ΑΝΑΣΑΙΝΑΜΕ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ, ΔΕ ΓΙΝΑΜΕ ΠΟΤΕ Η ΑΓΑΠΗ

(αποσπάσματα από το «Μεγάλο Γράμμα» στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954):

ΙΧ

Ένα βιολί χωρίς χορδές

ένα βιβλίο μ’ άκοπα τα μισά του φύλλα

μια μακρυσμένη γυναικεία φωνή

μέσα απ’ ένα χωράφι στάχυα…

 

Κανείς να μην ξέρει γιατί να τρέχει μακριά η ματιά

κανείς να μην ξέρει γιατί   το φιλί να τρεμουλιάζει

αβέβαιο για πρόσδεξη   αβέβαιο για αγάπη.

 

Αγάπη     αγάπη.

 

Τι κι αν γυρίζεις με το δάχτυλο  

τους δείχτες του παλιού ρολογιού   με τους λατινικούς αριθμούς…

 

Ζήσαμε την αγάπη,

ανασαίνουμε στο πρόσωπό της,

δε γίναμε ποτέ η αγάπη.

Χ

Είχαμε βάλει τον ήλιο στο τραπέζι   κόκκινο και ζεστό

σα βασιλόπιτα.

Πρώτα του ανθρώπου –

να, αυτού που περνάει εμπρός μας   του φτωχού.

Έπειτα του σπιτιού

Του σπιτιού –   δε δόθηκε ποτέ το κομμάτι αυτό,

δε φτιάξαμε ποτέ μια σκεπή

ένα παράθυρο ν’ αγναντεύουμε,

δε φτιάξαμε τ’ όνειρο ενός σπιτιού

με τρία ξεχασμένα κλωνιά βασιλικό   στο περβάζι.

Μόνο ένα παλιό αδιάβροχο στρώναμε

και καθόμαστε

κι άκουγα το κλάμα σου   κοιτώντας πέρα

ακολουθώντας την άδεια ποταμιά του γαλαξία.

 

Δεν ήμουν ακόμα αρκετά παλικάρι   να μπορώ να κλαίω.

ΧΙ

Μεγαλώσαμε αλλιώτικα εμείς,

αλλιώτικα εσύ,   αλλιώτικα οι άλλοι.

Εμείς ξυπολυθήκαμε νωρίς για πεταλίδες

νωρίς πετάξαμε το πηλήκιο του γυμνασίου

και στο καινούργιο αλφαβητάρι που δεν μας χάρισαν στη γιορτή μας

μάθαμε όλα τα τραγούδια της φωτιάς

χωρίς να συλλαβίσουμε ποτέ.

Γέμισε θαλασσινά το δισάκι μας

γέμισε σπασμένες πλάκες πεζοδρομίων,

αίμα, σφαίρες, τριμμένη μπομπότα,

ένα μεγάλο ντενεκεδένιο κουτί χαρά,

βάρυνε, έγινε ασήκωτο.

Μα κι οι δικές μας πλάτες δυναμώσανε.

Μια πήχη μουστάκι.

Και πάντα έτοιμοι να το σκάσουμε απ’ την πόρτα της κουζίνας

για πεταλίδες.

 

Μάκραιναν – μάκραιναν   τα ξεραμένα ανθόφυλλα στο βιβλίο

το κουτί με τα σοκολατάκια   το κεντητό τραπεζομάντηλο

ο πατέρας που λέει: «Στις εννιά να είσαι στο σπίτι».

Όταν ο φίλος που κοιμάται δίπλα σου λέγεται θάνατος

όταν το απότομο φρενάρισμα μπροστά στην πόρτα σου

λέγεται αναμονή

όταν η μάζα μες στις αρβύλες   από κρέας νερό και πόνο

λέγεται πόδια

κι είναι δικές σου οι αρβύλες αυτές,

τότε πού να χωρέσει στο σακούλι σου

ένα μικρό κοριτσίστικο όνειρο…

Ζουλιέται τ’ όνειρο μες στις κονσέρβες

μεγάλα λασπωμένα χνάρια απλώνονται

στις σφουγγαρισμένες πλάκες

και τ’ άλογο χρεμετίζει.

Βιάζεται.

Δεν έχει να κάτσεις στη σκιά της κληματαριάς.

Πάντα θα ρίχνεις χάμω τα ψίχουλα του κουραμπιέ

και πάντα οι τσέπες σου θα ’ναι γεμάτες χνώτο

απ’ τους μεγάλους θαλάμους.

(Και στη δική της τσέπη πάντα   ένα γαλάζιο μαντηλάκι)

 

Είπα:

«Η παγωνιά δε σκότωσε τη μνήμη της θάλασσας

δε σκότωσε το κελάηδημα του κότσυφα.

Ας τα φυλάξουμε από μας».

 

Φεύγει το άλογο,   χάνεται η αυλόπορτα.

ΧΙΙ

Δεν έμεινε τίποτα.

Όπως ένα παγούρι στραγγισμένο από νερό

που δεν αφήνει μυρουδιά.

Όσα πράγματα συναντήθηκαν με τις τροχιές μας   σιωπούσαν.

Αυτό το φεγγάρι που ’τρεχα να στο δείξω

όταν ξανάβγαινε καινούργιο,   ήταν ξένο.

Αυτά τα γυαλιά που αγγίξανε τα χείλια σου,

που μείναν ώρες και ώρες μες στην τσάντα σου,   ήταν ξένα.

Ξένος ένας ασημένιος χαρτοκόπτης

οι πλατείες που σεργιανίσαμε μαζί

οι δρόμοι   τα παράθυρα του σπιτιού σου.

Με άλλους ξανάφαγα στο ίδιο τραπέζι   και γελούσαμε.

Στην ίδια θέση ακούμπησα το πιάνο μου

και δε θυμόμουν τίποτα.

Τίποτα.

 

Άραγε   υπήρξαμε ποτέ;

ΧΙΙΙ

Δεν τη σκεφτήκαμε ποτέ   εκείνη τη μικρή κορομηλιά.

Ακλάδευτη έμεινε κι απότιστη,

πέτρωσε το χώμα γύρω της –

μικρή κορομηλιά   ακλάδευτη κι απότιστη

σε ξεχάσαμε.

 

Μικρή κορομηλιά   σε ξέχασε το πηγάδι

σε ξέχασε το δρομάκι μεσ’ απ’ τις φασολιές

σε ξέχασαν τα παιδιά με τις σφενδόνες…

 

(Εκείνος ο δρόμος ένα μαχαίρι.

Σκουριασμένο μαχαίρι στομωμένο μαχαίρι

όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρνει ένα παιδί στο χώμα.

Εκείνος ο δρόμος   ήταν μαχαίρι)

 

Το ξεραμένο χόρτο   κρύβει τα λαγούμια των εντόμων,

κρύβει όσες ρίζες αναδεύονται   και μας δένουν με τη γη

τα λαγούμια που σκάβουν μέσα μας

οι ξεχασμένες ώρες.

[αποσπάσματα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954]

 

ΕΓΙΝΕ ΞΑΦΝΙΚΑ ΟΠΩΣ ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΗ (αποσπάσματα από το «Μεγάλο Γράμμα» στη συλλογή του Τίτου πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954):

XIV

Μιλούσα γι’ αγάπη   κι η αγάπη ήσουν εσύ

μιλούσα για το φιλί   και το φιλί ήσουν εσύ,

με τ’ όνομά σου,   τη διεύθυνση του σπιτιού σου,

το δειλινό χαμόγελο

που μόνο εγώ μπορούσα να το βλέπω.

Πώς να υπάρξει τώρα   εκείνο το χαμόγελο

όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει;

(Μα κι αν το καταλάβει

θα πάψει πια να είναι το ίδιο)

Πώς να υπάρξει εκείνη η μουσική

που μου ζητούσες να σφυράω;

Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα    

στο νυχτερινό άνεμο   στα κουρασμένα ηλεκτρικά.

Την άκουσες ποτέ;

Ήταν για σένα.

Δεν το παραδεχόμουνα.    Μα ήταν.

 

Δεν έβλεπα   τις μικρές σταλαγματιές το φως

που πέφταν στο φεγγίτη μου

διαπερνώντας τις φυλλωσιές των σύννεφων.

Λιώσανε απότομα τα κρύσταλλα.

Μια φωτεινή πλημμύρα

σκόρπισε την επιμονή της σκόνης

τα μισοτελειωμένα χειρόγραφα

τα μισοτελειωμένα βήματα.

 

Δεν ξέρω πώς έγινε   (ίσως και να ξέρω)

όμως το φως δεν είχε ποτέ στερέψει.

Να μου χαμογέλασες ποτέ   από μακριά;

Δε γίνεται. Κάποια στιγμή θα χαμογέλασες.

Ακόμα κι όταν έδιωχνες   κάθε τι δικό μου.

Ακόμα κι όταν νόμισες πως το ’διωξες.

XV

Από κανέναν τίποτα να διώξουμε   δεν μπορούμε.

Περνάν οι άνθρωποι και μας αφήνουν

την πρωινή καλημέρα τους

-όλοι οι άνθρωποι-

τη ζέστα του κορμιού τους

τη σιγουριά για τη δική μας ανθρωπιά.

Δε διώχνονται αυτά

δε μπορείς να διώξεις   το αργό μέρος της συμφωνίας εκείνης

δεν μπορείς να βγάλεις από το σπίτι

τ’ ανεμιστά γένια του Χουίτμαν

τις ηλεκτρισμένες χειρονομίες του Μαγιακόφσκι

δεν μπορείς ν’ αφήσεις έξω απ’ τον σερπετζέ

τον Μακρυγιάννη και τον Λαγουμιτζή.

Και πάντα θα φουσκώνει μέσα σου   το μίσος για τον πόλεμο

η αγάπη για τα μεγάλα φράγματα   των ποταμών.

 

Ίσως το περίγραμμα των χειλιών σου   να τρεμουλιάζει λίγο

ίσως να σκούρυναν τα μάτια σου.

Όμως μέσα μου ανεμίζει

ένα κύμα τα μαλλιά σου

μυρουδιά σανού

ανεμίζει η ξαφνική μετεώριση

ανάμεσα σ’ ένα χεροσφίξιμο   και σ’ ένα «καληνλυχτα»

Η λεπτή δόνηση του αέρα   από μια λέξη σου.

Η σιωπηλή αφήγηση των μεγάλων σου μυστικών

όταν εγώ διψούσα την ομιλία σου.

[αποσπάσματα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954]

 

ΠΑΝΤΟΥ ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΜΙΑ ΡΕΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΒΟΥΝΑ ΓΥΜΝΑ. ΟΜΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΝΑΣ ΦΡΑΧΤΗΣ

(αποσπάσματα από το «Μεγάλο Γράμμα» στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954):

XVΙ

Πόσες φορές κοιτάξαμε

πίσω απ’ τα τζάμια μιας πικρής βροχής

την ατέλειωτη παρέλαση των στρατιωτών.

Και τώρα, εσύ ο ίδιος, να σε,

με το αριστερό χέρι   «εν πλήρει ορθή γωνία»

ν’ ανιχνεύεις στα τζάμια που περνάς   ένα παιδικό πρόσωπο

ν’ ανιχνεύεις σε κάθε γυναικεία μορφή   τη μορφή της

να κουβαλάς στον ώμο σου τον άνθρωπο

όπως υποβαστάζεις το γυλιό

του κουρασμένου συναδέλφου σου.

 

Πόσες φορές μιλάγαμε για κείνους   που βρέθηκαν εκεί.

Και τώρα να ’μαστε εμείς οι ίδιοι

να βαδίζουμε στο ίδιο χώμα το κόκκινο

που αντέχει ακόμα να πατιέται και να βλέπει

να κοιμόμαστε στην ίδια επιφάνεια   που τους δέχθηκε,

να σκάβουμε στους ίδιους δρόμους που έσκαβαν,

στους ίδιους τοίχους μπρος   στα ίδια γραφεία

ν’ απαντούμε στο δικό μας προσκλητήριο

που κάθε πρωί   μας ρώταγε και μας ξαναρώταγε

αν είμαστε παρόντες

στον εαυτό μας,   σε μας   στον κόσμο.

 

Όλα είχαν γίνει πιο απλά.

Έτρωγες λίγο   κοιμόσουν λίγο

δούλευες πολύ, σ’ αγαπούσαν πολύ,

αγαπούσες πολύ.

Την αγαπούσες.

 

Παντού μια θάλασσα.

Μια θάλασσα, μια ρεματιά και δυο γυμνά βουνά.

Όμως για την ελπίδα μας   κανένας φράχτης.

Έτσι ν’ απλώσουμε τα χέρια και σας βρίσκουμε.

Τις νύχτες ταξιδεύουν οι σκηνές πέρα απ’ τα γέρικα χωράφια

κι ότι κερδίζουμε απ’ το σήμερα

το φέρνουν πιο κοντά στο μέλλον.

 

Και το πρωί πάλι ο ίδιος ουρανός

φορώντας ένα κατακαίνουργο χαμόγελο   να χαιρετάει.

Έμαθε πόσο σκληρές είναι οι μέρες μας

έμαθε τι χάρισμα είναι να ζεις στις μέρες μας.

Να ’σαι ένα κομματάκι   της μεγάλης καρδιάς του ήλιου.

XVΙΙ

Αγάπη αγάπη

μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου –

άσε να σου μιλήσω.

Αγάπη δε φοβάμαι πια.

Σ’ αγαπώ.

Άσε ν’ ακουστεί η φωνή μου

πάνω απ’ τις κορφές των δένδρων

πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων.

 

Στα μάτια μας τα ίδια φώτα της Αθήνας

τα φώτα του κόσμου

XVΙΙΙ

Τελειώσανε πια τα ερωτήματα   που δεν περιμένουν απάντηση

που τα προφέρουμε περισσότερο για ν’ ακουστεί η φωνή μας.

παρά για την όποια απάντηση κι αν έρθει.

Δε φοβάμαι πια για τίποτα.

Μπορώ να βάλω εδώ στην αρχή   ένα εγώ

και να ξέρω πως μιλάω για τον εαυτό μου.

Οι ανοιχτοί δρόμοι έχουν γίνει   για τα βήματά μας.

 

Κι αν καθόλου δεν ξέρεις πως υπάρχω,

κι αν ποτέ δεν συλλογίστηκες

τους ανεμόμυλους που αλέθουνε το χρόνο μας,

δεν με πειράζει.

Θα παλέψω.  

Με τα νύχια και τις γροθιές   με τα δόντια θα παλέψω.

Και να ’σαι σίγουρη

πως θα χαράξω την παρουσία μου ανεξίτηλη

στις πέτρινες κόχες του διαστήματος   που θα κινείσαι.

Δε θ’ αφήσω να χαθεί τίποτα.

 

ακόμη κι η βεβαιότητα μιας διαδρομής   που έγινε.

XIΧ

Το δισάκι μας χωράει πολλά.

Το δισάκι  μας τα χωράει όλα.

Και στην αυλή μπορείς να στήσεις γλέντι

και τ’ άλογο μπορείς ν’ αφήσεις   στ’ ανεμοπάχνι.

 

Το ταγάρι σας τα ’χει όλα

κι όταν τα στρώνουμε στη χλόη

θα τα μοιράσουμε σε χοντρές ίσιες φέτες

σαν το καρβέλι.

[αποσπάσματα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954]

 

ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΛΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ

Να οι άνθρωποι.  Να ’μαστε εμείς στο κατώφλι της μέρας.   Μπορούμε πάλι να πούμε:   «Αυτό είναι πέτρα, αυτό ένα ποτήρι νερό,  κι αυτό ένα πήλινο πιάτο, κι αυτό ξεραμένο αίμα».    Μπορούμε να πούμε:    «Να, ο Γιάννης μας χαιρετάει από πέρα.   Να, αυτό λέγεται χαρά».   Ακουμπάμε πάνω στα γόνατα το μεγάλο βιβλίο των άστρων και διαβάζουμε αργά, δυνατά,  ν’ ακούμε όλοι:    Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι απ’ το Λιδορίκι χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη.    Η πατρίς της γεννήσεώς μας είναι ο κόσμος.    Πατρίδα μας είναι η αλήθεια.   Καλημέρα λοιπόν.    Καλημέρα.    [20ο απόσπασμα από το ΜΕΓΑΛΟ ΓΡΑΜΜΑ στη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ Αη-Στράτης, Ιούλης – Δεκέμβρης 1952]

Δευτέρα, 10 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ